- δεσμευομένου
- δεσμεύωfetterpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… … Dictionary of Greek
ανοξαιμία — Η ανεπαρκής χορήγηση οξυγόνου στους ιστούς. Λέγεται και ανοξυγοναιμία. Εμφανίζεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η τροφοδότηση του αρτηριακού αίματος με οξυγόνο είναι μικρότερη της κανονικής (πνευμονία κλπ.). Η ποσότητα του οξυγόνου… … Dictionary of Greek